- ζαλ
- ζάλ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μέγα, ἰσχυρόν, πολύ».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαρωμάδα — η (Μ ζαρωμάδα) ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρωμα + κατάλ. αδα* (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
ισάδα — και ισιάδα, η 1. η ιδιότητα τού ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα 2. ίσος και ομαλός δρόμος 3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παραγ. κατάλ. άδα* (πρβλ. ζαλ άδα, φρονιμ άδα)] … Dictionary of Greek
κουτουράδα — η 1. αμελέτητη πράξη, απερισκεψία 2. επίρρ. χωρίς υπολογισμό, κουτουρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτουρού + άδα (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
πικράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα») 2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.) 3. το φυτό κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ … Dictionary of Greek
πυράδα — ας, η, Ν 1. πύρα, ζέστη 2. (στην ποίηση) το λιοπύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
σχισμάδα — και σκισμάδα, η, Ν σχισμή, ρωγμή, σχίσιμο («κυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ άδα (πρβλ. ζαλ άδα] … Dictionary of Greek
τσικνάδα — η, Ν τσίκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα, πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
τσυπάδα — και τσιπάδα, η, Ν ναυτ. άγκυρα τής οποίας η αλυσίδα είναι τυλιγμένη γύρω από τον τσύπο της. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσύπος + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek